Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Η αλήθεια δεν συζητείται, ομολογείται.


Συνέντευξη του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικόλαου
Αν στόχος μας είναι η συνύπαρξη με επίγειους όρους, αυτό είναι πολιτική που δεν εμπνέει. Αν όμως είναι η συμπόρευση προς την αλήθεια του Θεού, τότε αυτό απαιτεί ανυποχώρητη μαρτυρία και συνέπεια ζωής, που πείθει. Η αλήθεια δεν συζητείται, ομολογείται.
Ο Ορθόδοξος χριστιανός είναι καθολικός, αγκαλιάζει τα πάντα, είναι διαρκώς πλατυνόμενος, εκτεινόμενος, υπερβαίνων την φύση του, είναι δεκτικός της χάριτος, χωρητικός της θεότητος, αδιαλείπτως κοινωνών της θείας φύσεως. Είναι ο,τι μεγαλύτερο υπάρχει.
Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να ανατρέψει την ορμή της αμαρτίας, αλλά να ομολογεί τον Χριστό, με βάση τον ψαλμικό λόγο «έλεος και αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν». Τι σοφός λόγος! Η αλήθεια να συμπορεύεται με το έλεος και το δίκαιο να συμβαδίζει με την ειρήνη.

Πόση δημοκρατία υπάρχει όταν ο λαός εκλέγει εκπροσώπους για να του λύσουν τα προβλήματά του, αυτά που προσδιορίζουν τις συνθήκες της ζωής του, την υγεία του, την αξία της περιουσίας του και η Κυβέρνηση αρνείται ακόμη και να τους ακούσει. Τότε γιατί τους εκλέγουμε; Αν αρκούσε η Κυβερνητική άποψη, δεν θα μας χρειαζόταν τοπική αυτοδιοίκηση.

Οι δοκιμασίες που επιτρέπει στον άνθρωπο ο τριαδικός Θεός, Σεβασμιώτατε, αποσκοπούν σύμφωνα με τη θεολογία μας στην καλυτέρευσή του, στην επαναφορά του στο σωστό, θα λέγαμε, δρόμο, που θα τον οδηγήσει στη σωτηρία του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό η δοκιμασία, λογιζομένη κυρίως ως κάθε λογής κρίση η πρόβλημα, αποτελεί αφετηρία και ευκαιρία για τον κάθε άνθρωπο και δη για τον πιστό. Δυστυχώς όμως, διαπιστώνεται η απουσία του θεολογικού εκείνου λόγου αλλά και του πρωταγωνιστικού ρόλου της διοικούσης Εκκλησίας που θα συνέδραμαν στην ευεργετική συνειδητοποίηση της έννοιας της δοκιμασίας και στην κατήχηση των πιστών, κάτι που θα επέφερε κατά την ταπεινή μας άποψη και την τάχιστη επίλυσή της. Δεν είναι λοιπόν καιρός, η Εκκλησία μας να αναλάβει αυτό το ρόλο και να μην σύρεται (ενίοτε και διασύρεται) πίσω από αποφάσεις άλλων;
ΑΠ. Οι δοκιμασίες σίγουρα αποτελούν και ευκαιρίες και ευλογία για τον κάθε άνθρωπο. Ευκαιρίες σωτηρίας και αγιασμού. Αποτελούν όμως και ...δοκιμασίες και πειρασμό, για τον οποίο μάλιστα προσευχόμαστε να μην εισέλθουμε σε αυτόν. Όταν όμως, ο Κύριος παραχωρεί και έρχονται δοκιμασίες, τότε εν υπομονή πολλή και πίστει τις υποδεχόμαστε ως ευλογία του Θεού: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν• η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι» (Ιακ. α 2-4). Με κάποιον τρόπο ο Θεός, εν τη απείρω σοφία και αγάπη Του, «μεταποιεί το πικρόν εις γλυκύ», όπως και επί Μωϋσέως και μεταμορφώνει τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς σε εργαλεία πνευματικής ολοκληρώσεως και εξαγιασμού. Δεν καταλαβαίνω όμως το δεύτερο μέρος του ερωτήματός σας. Πως γενικεύετε το ερώτημα λέγοντας ότι από τη διοικούσα Εκκλησία απουσιάζει ο θεολογικός λόγος και ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην κατηχητική διατύπωση του παραπάνω ήθους. Νομίζω είναι άδικη η γενίκευσή σας.
Αυτό που εννοώ, για να γίνω λίγο πιο σαφής, είναι ότι γενικότερα ο σύγχρονος επίσημος εκκλησιαστικός λόγος δεν διακρίνεται για το θεολογικό βάθος του, η δε εκκλησιαστική παρουσία εμφανίζεται ως ηττοπαθής, εκκοσμικευμένη, μη πειστική και συνεπώς αδύναμη να φωτίσει και να ενισχύσει τον πιστό στις προσωπικές η και κοινωνικές δοκιμασίες του.
Απ. Σε αυτό συμφωνώ. Μάλλον και επαυξάνω. Πράγματι, ο λόγος μας δεν έχει τόλμη και εξυπνάδα, η νοοτροπία μας μοιάζει εκλογικευμένη, ασθενική, άτονη, αυτοπεριθωριοποιημένη, η ζωή μας ασυνεπής ως προς το κήρυγμά μας. Γι' αυτό και η παρουσία μας δείχνει μη αυθεντική. Δεν πείθουμε, δεν εμπνέουμε. Αυτό σαν μια γενική τοποθέτηση, διότι υπάρχουν δόξα τω Θεώ και παρήγορες και ελπιδοφόρες εξαιρέσεις.
Είπατε και κάτι άλλο. Ότι η Εκκλησία θα έπρεπε να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο και όχι να σύρεται από τους διαφόρους. Ο χώρος πρωταγωνισμού της Εκκλησίας είναι ο πνευματικός. Και μόνον η ιδέα της δοκιμασίας ως ευλογίας είναι ανατρεπτική∙ το ίδιο και ο σταυρός ως σύμβολο νίκης. Όπως και όλη της η διδασκαλία, όλη της η ζωή. Υπογραμμίζω αυτό το τελευταίο, η ζωή. Εάν ως Εκκλησία ζούσαμε στην καθημερινότητά μας την αλήθεια της, φαντάζεστε τι θα συνέβαινε στη ζωή μας ως πιστών και στην κοινωνία και τον κόσμο ολόκληρο;
Και κάτι ακόμη∙ αν κατάλαβα καλά, θα προτιμούσατε μια αυτονόμηση της Εκκλησίας, παρά αυτή την εξάρτηση που συχνά εξελίσσεται και σε εμπαιγμό και η οποία οφείλεται στο υφιστάμενο νοσηρό σύστημα σχέσεών της με το κράτος.
Ναι, Σεβασμιώτατε γιατί είναι αλήθεια ότι εδώ και δεκαετίες, η Πολιτεία, ανεξαρτήτου πολιτικής αποχρώσεως αντιμετωπίζει την Εκκλησία, όχι ως κιβωτό σωτηρίας, ούτε ως οίκο εκ του οποίου πηγάζουν αξίες, ήθη και ιδανικά που χαρακτηρίζουν τον πλέον άριστο τρόπο ζωής, δηλαδή τον Ορθόδοξο Χριστιανικό. Την αντιμετωπίζει εχθρικά, τη βλέπει ως πόλο αντίστασης των νέων ξενόφερτων ηθών, φιλοσοφιών και ιδεών που εκπορεύονται από οίκους ανομίας εγχώριους και αλλοδαπούς. Επί σειρά δεκαετιών γίνεται λόγος για διάρρηξη των σχέσεων συναλληλίας και των διακριτών ρόλων των δύο θεσμών κ.ο.κ. Μέσα στο πλαίσιο αυτό παρατηρούνται κατευθυνόμενες διαπομπεύσεις, φαρισαϊκές νοοτροπίες και εκδηλώσεις ιδιοτέλειας, περίεργοι εναγκαλισμοί. Ο πιστός λαός έχει κουρασθεί να απορρίπτει τέτοιες συμπεριφορές και διχάζεται από νοοτροπίες μη ευαγγελικές, που γεννούν το σκάνδαλο. Μήπως ήρθε η στιγμή να βγει επισήμως η Εκκλησία και να εξηγήσει γιατί επιθυμεί η δεν επιθυμεί το καθεστώς των λεγομένων διακριτών ρόλων;
Απ.Για μένα, το ερώτημα είναι κατά πόσον εμείς ως Εκκλησία δείχνουμε με την όλη πολιτεία μας τι είναι η Εκκλησία. Αν η παρουσία μας είναι εντελώς κοσμική η απλά συντηρητική και στενόκαρδη, τότε άλλα λέμε και άλλα κάνουμε. Αν δηλαδή είμαστε μέρος του κοσμικού συστήματος με νοοτροπίες, διεκδικήσεις, φιλοδοξίες ξένες προς το μαρτυρικό και άγιο φρόνημα της Εκκλησίας, χωρίς ετερότητα φρονήματος, ζωής και λογικής, τότε η κοινωνία απορρίπτει αυτό που βλέπει. Αν οι άγιοί μας είναι μόνον κολλημένοι στους τοίχους, τοποθετημένοι στα βιβλία και αποτελούν φαινόμενο άλλων εποχών, τότε έχει κάθε λόγο να μας απορρίπτει. Αν η Εκκλησία λειτουργεί όχι ως μυστική δύναμη και φανέρωση των σημείων του Θεού αλλά ως σωματείο του κόσμου τούτου, τότε μπορεί ο κόσμος να μη μας χρειάζεται∙ δεν του προσθέτουμε τίποτα.
Από την άλλη πλευρά, τελευταία δεν μας κατηγορούν μόνο για συντηρητισμό και στενότητα αντιλήψεων, αλλά μας παρουσιάζουν σαν εστία διαφθοράς, διαπλοκής και διαστροφών. Αυτό είναι πολύ άδικο και φυσικά ένοχα ψευδές. Τελικά ο θεός που απορρίπτει συχνά ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αυτός που κι εμείς απορρίπτουμε. Απλά εμείς ομολογούμε ως Θεό κάτι, η μάλλον κάποιον, που οι άλλοι δεν υποψιάζονται.
Μιλήσατε επίσης για περίεργους εναγκαλισμούς. Πραγματικά, ο εναγκαλισμός της Εκκλησίας με το κράτος την έχει μεταμορφώσει σε μέρος του καταρρέοντος συστήματος. Αρκετά πια. Καιρός τα χέρια της να απελευθερωθούν για να μπορούν να υψωθούν προς τον Θεό και να αγκαλιάσουν τον λαό. Για να επιτελεί τον προορισμό της η Εκκλησία, πρέπει να είναι «ελευθέρα και ζώσα». Πριν μας δώσουν εντελώς άδικα και αχάριστα και την τελευταία κλωτσιά, καλό είναι διακριτικά αλλά και παλληκαρήσια και με ιερή αξιοπρέπεια να προσδιορίσουμε μόνοι μας τις συντεταγμένες των διακριτών ρόλων μας.
Παρατηρείται, Σεβασμιώτατε, τον τελευταίο καιρό μία έκδηλη ανησυχία του χριστεπώνυμου ποιμνίου που έχει να κάνει με την διαπιστωμένη πλέον επιχείρηση υποχρεωτικού ηλεκτρονικού καρτοφακελώματος των πολιτών. Η δικαιολογία, που ως καραμέλα λέγεται, στηρίζεται στις δήθεν διευκολύνσεις του πολίτη. Αλλά η δικαιολογία αυτή δεν πείθει κανένα, αφού στην ουσία είναι ηλίου φαεινότερον ότι το καρτοφακέλωμα αποσκοπεί στον πλήρη έλεγχο του ανθρώπου από τα γνωστά πλέον κέντρα ανομίας, όπερ ερμηνεύεται, ως απώλεια της ελευθερίας του. Επισήμως, η Εκκλησία φαίνεται να το μελετά ορίζοντας μία Συνοδική Επιτροπή. Η καθυστέρηση, ωστόσο, διατύπωσης μίας ξεκάθαρης θέσης για το θέμα αυτό, από μέρους της, συμβάλλει στην ενίσχυση της προπαγάνδας και στην περαιτέρω σύγχυση του λαού. Θυμίζει δε τη ρήση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ πως ένα θέμα εισέρχεται στις καλένδες μέσω συγκροτήσεως μίας επιτροπής!!! Βάσει των επιστημονικών γνώσεων σας αλλά και ως Αρχιερέας που τολμά να εκφράζει χωρίς φόβο τη γνώμη του ποιά είναι η θέση σας;
Απ. Δεν σας κρύβω ότι αυτή η ιστορία δεν μου αρέσει καθόλου. Η κάρτα του πολίτη δεν μου φαίνεται καθόλου αθώα υπόθεση. Τελικά ποιοί θα μας ελέγχουν; Αυτοί που μας οδήγησαν σε αυτό το οικονομικό κατάντημα; Ο ίδιος μηχανισμός που έχει καταστρέψει τον απλό πολίτη, αυτός που διαρκώς αυτοδιαψεύδεται, αυτός που έχει πλήρως απαξιωθεί, αυτός θα ελέγχει και τις τελευταίες λεπτομέρειες της ζωής μας; Η μήπως κάποιο αόρατο κέντρο; Γιατί τόση εξουσία και δύναμη συγκεντρωμένη σε επικίνδυνα, αποτυχημένα, ύποπτα η τουλάχιστον ανεξέλεγκτα κέντρα; Καλύτερα με λιγότερη τεχνολογία ελεύθεροι, παρά με σύγχρονες διεκολύνσεις σκλάβοι. Γιατί αυτοί που σταδιακά παίρνουν στον έλεγχό τους τη ζωή μας, στην ουσία αυτοί διεκολύνονται να ρουφήξουν τη συνείδησή μας.
Φοβούμαι ότι μετά την καταρράκωση των κοινωνικών αξιών, μετά την επικίνδυνα κατευθυνόμενη παραπληροφορητική ενημέρωση, έρχεται και ο φοβερός μηχανισμός της αδυσώπητης παρακολούθησης για να εξαφανίσει και την τελευταία ικμάδα πνευματικής ελευθερίας.
Στην υπόθεση αυτήν, η σιωπή η αδράνεια της επίσημης Εκκλησίας είναι οπωσδήποτε ανησυχητικό φαινόμενο. Αυτή οδήγησε στις ανεύθυνες και εν πολλοίς αυθαίρετες πρωτοβουλίες ποικίλων φορέων. Το κενό του προφητικού εκκλησιαστικού λόγου κάλυψε ο ζήλος του λαού.
Από την άλλη πλευρά, το φαινόμενο αυτών των έντονων λαϊκών αντιδράσεων είναι επίσης επικίνδυνο. Δημιουργούνται ομάδες που αντί να σέβονται την υπεύθυνη Σύνοδο, την συμβουλεύουν πως να ενεργεί και την προκαταλαμβάνουν. Ο λαός από κρινόμενος γίνεται κριτής της Συνόδου. Οι πιστοί αντί να προσδοκούν να φωτιστούν από τη Σύνοδο, την κρίνουν και την καθοδηγούν. Η Ιερά Σύνοδος όμως, υπάρχει για να εκφράζει τη βούληση του Θεού και να καθοδηγεί τον λαό, όχι να κατευθύνεται από αυτόν. Αυτό το ήθος που ανατρέπει την ισορροπία της σχέσης Συνόδου και λαού είναι χειρότερο και από την κάρτα του πολίτη. Κάνει μεγαλύτερη ζημιά από αυτήν. Γιατί κλονίζει την εμπιστοσύνη των πιστών στην Εκκλησία και δημιουργεί σύγχυση για το τι είναι η Εκκλησία. Γεννά ένα φρόνημα ότι η Εκκλησία υπάρχει για να την σώζουμε και όχι για να μας σώζει. Έτσι πολεμώντας την κάρτα σκοτώνουμε την εκκλησιαστική συνείδηση μέσα μας.
Επίσης αναπαράγεται μια λογική σύμφωνα με την οποία στόχος μας είναι η ανατροπή η τουλάχιστον η αναχαίτιση του αντίχριστου συστήματος. Δεν είναι αυτός ο στόχος της Εκκλησίας. Σκοπός μας είναι να ομολογήσουμε τον Κύριο, όχι να νικήσουμε τον διάβολο. Αυτόν τον συντρίβει ο Χριστός. Ο Παντοκράτωρ Κύριος μάλιστα ανέχεται να βλέπει τον διάβολο ως κοσμοκράτορα να ωρύεται «ζητών τίνα καταπίη» (Α Πετρ. 5,8). Αυτό γίνεται κάτω από το βλέμμα Του. Τι φοβερός που είναι ο λόγος της Αποκαλύψεως: «εδόθη αυτώ πόλεμον ποιήσαι μετά των αγίων και νικήσαι αυτούς» (Αποκ. ιγ 7). Ναι, ο Θεός μπορεί να επιτρέπει στις δυνάμεις του σκότους να νικήσουν προς καιρόν την Εκκλησία∙ «εδόθη αυτώ...». Φοβερός λόγος! Τι καταπληκτική που είναι η λογική του Θεού! Ο Νικητής του θανάτου είναι Αυτός που φάνηκε πως έχασε τη μάχη στον σταυρό. Αν θέλουμε τη νίκη πρέπει να μάθουμε να δεχόμαστε την κάτω από το βλέμμα του Θεού κοσμική ήττα μας. Ακόμη και τον θάνατό μας. Αλήθεια, τι σημαίνει: «Μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι 28);
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή∙ πρέπει ως Σύνοδος να λειτουργήσουμε προφητικά∙ η μαρτυρία της Εκκλησίας μας να εκφρασθεί ως μαρτυρία δυνάμεως Θεού, παρρησίας και αλήθειας, όχι ως συμβιβασμός και εκκοσμίκευση. Μόνον έτσι και θα στηρίξουμε και θα εμπνεύσουμε τον λαό. Μόνον έτσι η Εκκλησία θα μπορέσει να αντικαταστήσει τον συμβιβασμό με τον ηρωισμό, το βόλεμα με την άσκηση, την ασφάλεια της εξουσίας με τη θυσία και τη διακονία, το κοσμικό ψέμμα με την αιώνια αλήθεια της Τριαδικής θεότητος.

- Η πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία της Εκκλησίας μας συμβάλλει, όπως διαπιστώνεται, στην διατήρηση η και ενίσχυση, όπως προσωπικά πιστεύουμε, των εδώ και καιρό λιμναζόντων υδάτων. Μέσα από την υπογραφή μνημονίων συνεργασίας, θεμελιώσεις κτιρίων και ευτελών κοινωνικό-φιλανθρωπικών παρεμβάσεων δίδεται η εντύπωση πως η Εκκλησία λειτουργεί ως ένα περιθωριακό υφυπουργείο άνευ χαρτοφυλακίου η επαρχιακός Δήμος! Η επίκληση του αθόρυβου, σιωπηλού έργου και η επιστράτευση της σιωπής δεν αρμόζουν στον επισκοπικό ρόλο, τουλάχιστον, όπως αυτός χαρακτηρίζεται από απτά παραδείγματα, μεγάλων αγίων όπως του Μ. Βασιλείου, του Ιωάννη Χρυσοστόμου, του Αμβροσίου Μεδιολάνων κ.α. Η Εκκλησία αποτελεί ζωντανό οργανισμό, αλλά σήμερα φαίνεται Σεβασμιώτατε, να της λείπει η ζωντάνια...

Δεν υπάρχει λόγος να αποδώσουμε ευθύνες ούτε εσείς ούτε κι εγώ, διότι σίγουρα υπάρχουν παράμετροι που εμείς αγνοούμε ως μη άμεσα υπεύθυνοι και αρμόδιοι. Η διαχείριση των θεμάτων είναι πολύ δύσκολη και λεπτή υπόθεση, ιδίως στις μέρες μας. Είναι εύκολο κανείς να κρίνει αλλά πολύ δύσκολο να προτείνει λύσεις και ακόμη δυσκολότερο να τις υλοποιεί. Μπορούμε να εκφράζουμε τις ανάγκες, τις σκέψεις, τις ανησυχίες μας, ίσως και δημόσια, καλό όμως είναι να είμαστε λίγο επιφυλακτικοί στις κρίσεις μας.
Έτσι επί παραδείγματι, το τι αρμόζει στον επισκοπικό ρόλο, δεν αποτελεί θέμα που πρέπει να το προσδιορίσουμε εσείς και εγώ σε έναν δημόσιο διάλογο. Δεν νομίζω. Εν πάση περιπτώσει, εκτός της μαχητικής μαρτυρίας των αγίων που αναφέρατε, υπάρχουν και περιπτώσεις αθόρυβου και σιωπηλού έργου, όπως αυτή του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου. Υπάρχουν περιπτώσεις που η σιωπή μπορεί να έχει μεγαλύτερη ζωντάνια από τον λόγο. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ο λόγος η η σιωπή, όσο ο συσχηματισμός, η δειλία και ο συμβιβασμός.
Πέραν όμως όλων αυτών, θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας ότι η εποχή μας και οι περιστάσεις απαιτούν δυνατό λόγο και μαχητική έκφραση.

Εσείς είστε ευχαριστημένος από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο επίσημος εκκλησιαστικός λόγος στις μέρες μας; Θεωρείτε ότι η μαρτυρία της Εκκλησίας μας στην Ελλάδα και ανά τον κόσμον είναι επαρκής; Αισθάνεστε ικανοποιημένος με την εικόνα της ζωής μας και την παρουσία μας ως Εκκλησίας;
Όχι, δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος. Δυστυχώς, η πραγματικότητά μας διαφέρει πολύ από την αλήθεια και το κήρυγμά μας. Προσπαθώ όμως να μην ενοχοποιώ άλλους, αλλά να εξομολογούμαι∙ να μην ψάχνω για ενόχους, αλλά για λύσεις∙ να μην αγωνίζομαι να πείσω τους άλλους τι πρέπει να κάνουν, αλλά να δω πως εγώ θα γίνω μέρος της υγιούς μαρτυρίας∙ να μην ασχολούμαι με το ως τώρα, αλλά με το από δω κι εμπρός. Δεν το καταφέρνω πάντοτε, αυτός όμως είναι ο πνευματικός μου άξονας.
Με βάση αυτά, θα σας πω με δυό λόγια πως θα ήθελα την Εκκλησία. Θα την ήθελα πιο δυναμική, πιο τολμηρή, πιο μαχητική, πιο ανατρεπτική, πιο ασκητική, πιο απόλυτη. Όπως ήταν σε όλη την ιστορία της. Η παρουσία της να θυμίζει «ρομφαία», η ζωή της «πυρ», ο λόγος της «μάχαιρα». Οι όροι αυτοί δεν είναι δικοί μου. Μίλησα για προφητικό λόγο και μαρτυρική παρουσία. Σήμερα τηρούμε τους τύπους, αλλά όλο και απομακρυνόμαστε από την ουσία. Τρώμε νηστήσιμα φαγητά, χωρίς να νηστεύουμε. Λέμε προσευχές, χωρίς να προσευχόμαστε. Διαβάζουμε χριστιανικά βιβλία, χωρίς να αγιαζόμαστε. Μιλάμε για τη δόξα άλλων εποχών, χωρίς σύγχρονα σημεία. Υποστηρίζουμε χριστιανικές αρχές, χωρίς αυθεντικά βιώματα. Κοινωνούμε, χωρίς να αλλοιωνόμαστε. Είμαστε ως «έχοντες την γνώσιν της ευσεβείας την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι». Αλήθεια, τι σχέση έχουμε με το ψαλτήρι και τα συναξάρια, με τη ζωή των πρώτων χριστιανών, με το φρόνημα των μαρτύρων και των ομολογητών, με τις επιλογές των ασκητών;
Φανταστείτε μέσα στον συμβιβασμό της σύγχρονης εποχής μια Εκκλησία με ξεκάθαρο λόγο. Μέσα στις πολιτικές ισορροπίες και την επικρατούσα σύγχυση, μια Εκκλησία με σαφήνεια. Μέσα στην ατμόσφαιρα του να τα βρούμε, μια Εκκλησία με αξιοπρεπή, ευγενική αλλά και τολμηρή ομολογία. Φοβούμαι πως έτσι που κινούμαστε δεν δίνουμε ταυτότητα ουσίας αλλά μόνο μορφής και τύπου. Κάπως χάσαμε την ουσιαστική διαφορετικότητα και την ετερότητά μας. Εμφανιζόμαστε ως μια συντηρητική ομάδα που δεν κομίζει κάτι καινούργιο ούτε κάτι άλλο, ως ένα κοσμικό σχήμα με θρησκευτικό επίχρισμα.

Θα μπορούσατε, Σεβασμιώτατε, στο σημείο αυτό να μας δώσετε ένα παράδειγμα;
Ευχαρίστως. Να αναφερθώ στη συμμετοχή μας στους οικουμενικούς διαλόγους, πράγμα που αποτελεί μοναδική ιστορικά ευκαιρία να καταθέσουμε μαρτυρία πίστεως στον σύγχρονο κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος διάλογος της αγάπης και της ενότητας εμφανίζει χαρακτηριστικά συμβιβασμού και όχι αγώνα, σκοπιμότητας και όχι θυσίας. Γι' αυτό και δημιουργεί σύγχυση και προκαλεί καχυποψία. Όταν στηρίζεται στο δόγμα να βρούμε τι μας ενώνει και όχι τι μας χωρίζει, αυτό ακούγεται πολύ καλά, αλλά δεν πείθει, διότι η αλήθεια, αν την κατέχουμε στο πλήρωμά της, φαίνεται από αυτό που οι άλλοι δεν έχουν, δηλαδή από τις διαφορές μας. Και αυτό μπορούμε να το διακηρύξουμε ταπεινά, αφανάτιστα και ευγενικά. Αν στόχος μας είναι η συνύπαρξη με επίγειους όρους, αυτό είναι πολιτική που δεν εμπνέει. Αν όμως είναι η συμπόρευση προς την αλήθεια του Θεού, τότε αυτό απαιτεί ανυποχώρητη μαρτυρία και συνέπεια ζωής, που πείθει. Η αλήθεια δεν συζητείται, ομολογείται.
Σε μια εποχή που ο θεός του χρήματος έχει καταρρεύσει παγκοσμίως, ο θεός του περιβάλλοντος έχει πεθάνει σε ολόκληρο τον πλανήτη, ο θεός της επιστημονικής και τεχνολογικής δύναμης συνέχεια διαψεύδεται, όπως πρόσφατα στην Ιαπωνία∙ σε μια εποχή που ο θεός της παγκόσμιας ειρήνης διαρκώς αυτοκαταργείται, που ο θεός της δημοκρατίας καθημερινά αυτοαναιρείται, που ο θεός των θρησκευτικών σχημάτων παντού αυτοδιαψεύδεται, που ο Θεός του επίγειου χριστιανισμού φαντάζει εντελώς ανεπαρκής, σε μια τέτοια εποχή, είναι τόσο μεγαλειώδες ως η «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία» να ομολογήσουμε ότι «εις άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός» και ότι «αύτη η πίστις των αποστόλων, αύτη η πίστις των πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν». Όχι όμως με τα λόγια, αλλά με τη ζωή μας. Το κάνουμε; η μήπως πνίξαμε την πίστη στον αληθινό Θεό μέσα στην αυταπάτη των κοινωνικών έργων, των πολιτισμικών δραστηριοτήτων, του πολιτικού μας ρόλου και των συγκρητιστικών απαιτήσεων.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι υφίσταται μία ενορχηστρωμένη από τον μιαρό Σατάν εκστρατεία αλλαγής του τρόπου ζωής που ευθαρσώς καθορίζεται από τη σχέση του ανθρώπου με τον τριαδικό Θεό στην ελληνική και όχι μόνο κοινωνία. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ανωμαλίες και αυταπόδεικτες ψυχασθένειες, όπως λ. χ. η ομοφυλοφιλία η ελληνιστί κιναιδισμός παρουσιάζονται προκειμένου να επιβληθούν ως ρατσιστικές συμπεριφορές η διαφορετικότητες (!!!), η μοιχεία, η πορνεία, η κλοπή (λογιζόμενη ως μίζα) και η έκτρωση (φόνος) νομιμοποιούνται, οι οικογένειες διαλύονται στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού! Τι συμβαίνει Σεβασμιώτατε; Θα παραμείνουμε απλοί θεατές του γενικού ξηλώματος που επιβάλλει το μυστήριο της ανομίας η έφθασε η στιγμή να φωνάξουμε το "στώμεν καλώς"; Ποιός ο ρόλος της σεπτής Ιεραρχίας μας;

Θα το πω και πάλι∙ τον ρόλο της σεπτής Ιεραρχίας μας, κ. Μακρή, δεν θα τον προσδιορίσουμε οι δυό μας μέσα από την εφημερίδα σας. Δεν είναι δικός μας ρόλος να υποδείξουμε στην Ιεραρχία το καθήκον της. Αν εσείς το κάνετε είναι λάθος, που εγώ δεν θα ήθελα να διαπράξω. Εξάλλου, οι θέσεις της Εκκλησίας στα θέματα που αναφέρατε είναι σαφώς και επαναληπτικά διατυπωμένες. Τώρα, το αν η Εκκλησία πρέπει να φωνάξει με όλες της τις δυνάμεις το «στώμεν καλώς» και στα πιστά τέκνα της και στην κοινωνία και στην οικουμένη, αυτό είναι αυτονόητο, μιας και αυτή είναι η αποστολή της. Η Εκκλησία το κάνει, αλλά υπάρχουν και περιθώρια να υψώσει περισσότερο τη φωνή της. Το ερώτημα είναι πως αυτό θα γίνει. Οι κοσμικά δυναμικές κινήσεις δεν είναι πάντα συμβατές με το άγιο ήθος της. Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να ανατρέψει την ορμή της αμαρτίας, αλλά να ομολογεί τον Χριστό, με βάση τον ψαλμικό λόγο «έλεος και αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν». Τι σοφός λόγος! Η αλήθεια να συμπορεύεται με το έλεος και το δίκαιο να συμβαδίζει με την ειρήνη.

Στην τοπική Εκκλησία που ο Κύριος σας όρισε να διακονείτε, παρατηρείται τον τελευταίο καιρό να διεξάγεται ένας αγώνας των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Κερατέας ενάντια σε μία απόφαση της Πολιτείας. Πήρατε ανοικτά, αν δεν κάνω λάθος θέση. Ωστόσο, διαπιστώνεται πως η Πολιτεία όχι μόνο κωφεύει και διαφωνεί, αλλά εφαρμόζει τακτικές επιβολής και βιαίας εφαρμογής αποφάσεων που εμφανώς πλήττουν τον πολίτη και ικανοποιούν άλλα κέντρα εξουσίας. Μήπως η Ελλάδα ζει σε καθεστώς μίας ωραιοποιημένης υποτέλειας και ως εκ τούτου αγνοεί τη γνώμη των πολιτών της;
Η δική μου τοποθέτηση δεν ήταν επί της ουσίας του προβλήματος. Η τοπική κοινωνία έχει εκλέξει τους εκπροσώπους της για να διαχειριστούν αυτοί αυτά τα θέματα. Αυτό που εγώ εξέφρασα, και μάλιστα έντονα, ήταν αφ' ενός μεν η καταδίκη της βίας είτε από την πλευρά του λαού είτε των οργάνων της τάξεως και αφ' ετέρου η διαμαρτυρία για την πείσμονα άρνηση των αρμοδίων υπουργών να συνομιλήσουν με τους εκπροσώπους του λαού. Πόση δημοκρατία υπάρχει όταν ο λαός εκλέγει εκπροσώπους για να του λύσουν τα προβλήματά του, αυτά που προσδιορίζουν τις συνθήκες της ζωής του, την υγεία του, την αξία της περιουσίας του και η Κυβέρνηση αρνείται ακόμη και να τους ακούσει. Τότε γιατί τους εκλέγουμε; Αν αρκούσε η Κυβερνητική άποψη, δεν θα μας χρειαζόταν τοπική αυτοδιοίκηση.
Ρωτάτε αν η πολιτεία αγνοεί τη γνώμη των πολιτών της. Αγνοεί όχι μόνο τη γνώμη αλλά και τα δικαιώματα των πολιτών της. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει με τις υποθέσεις των αστικών ακινήτων της Εκκλησίας που έχουν τελεσιδικήσει υπέρ αυτής και το κράτος αρνείται να τηρήσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων του;

Διανύουμε την πλέον κατανυκτική περίοδο, οδεύοντας μαζί με τον Κύριο προς τον Γολγοθά, τη σταύρωση και την Ανάσταση. Στην πορεία αυτή κάθε πιστός χρειάζεται τα εφόδια της μετανοίας, χρειάζεται πνευματικό οδηγό που θα τον φέρουν με σιγουριά στο να βιώσει το θείο Πάθος και να συμμετάσχει στην χαρά της Ανάστασης. Ως Επίσκοπος και πνευματικός οδηγός τι θα συνιστούσατε; Πως θα εφοδιάζατε σήμερα τον πιστό ώστε να προχωρήσει στην προσωπική σωτήρια συνάντηση του με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό;
Στο ερώτημα αυτό δεν έχω καινούργιο, πρωτότυπο λόγο να σας πω. Τα λέει όλα η σοφή και αγία μας Εκκλησία μέσα στα υπέροχα τροπάρια και τις θαυμάσιες λατρευτικές διατάξεις της. Αυτή μας προτρέπει και εμείς επαναλαμβάνουμε τον λόγο της: «πίστει και πόθω προσέλθωμεν ίνα μέτοχοι ζωής αιωνίου γενώμεθα». Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η πίστη ότι η Εκκλησία μας είναι η κιβωτός της σωτηρίας. Να μην την πλησιάζουμε μόνο για τη θεραπεία που ενδεχομένως προσφέρει, αλλά κυρίως για τη σωτηρία που αμετακλήτως επαγγέλλεται. Και αυτό με πόθο ιερό και άγιο. Δυστυχώς η εποχή μας προσπαθεί με κάθε τρόπο να τραυματίσει αυτή την πίστη και να αποδυναμώσει αυτόν τον πόθο. Τη Μεγάλη Σαρακοστή δεν την προσεγγίζουμε με διάθεση νηστείας αλλά πνευματικής λαιμαργίας. Μας προσφέρονται πλούσια πνευματικά εδέσματα και διαλέγουμε και παίρνουμε. Νηστεύουμε από τροφή, στερούμαστε τα υλικά για να λαχταρήσουμε τα πνευματικά. Και τότε, όποιος καταλύει πνευματικά αυτόματα γίνεται μέτοχος της αιώνιας ζωής.

Θα ήθελα παρά πολλά ακόμη ερωτήματα να σας θέσω Σεβασμιώτατε, όπως λ.χ. τι ήταν αυτό που σας έκανε να γυρίσετε την πλάτη σας σε μία αξιοζήλευτη για πολλούς καριέρα στην επιστήμη και να επιλέξετε να φορέσετε το τίμιο ράσο και να καταστείτε λειτουργός και διάκονος του Υψίστου; Να σας ζητήσω ακόμη να καταθέσετε τις εμπειρίες σας ως διάκονος του τριαδικού Θεού, να μιλήσετε για το έργο της τοπικής σας Εκκλησίας. Να σας ζητήσω να καταθέσετε απόψεις για θεολογικά, επιστημονικά και κοινωνικά ζητήματα... Βέβαια υπάρχουν τα βιβλία σας που άμεσα η έμμεσα απαντούν στα ερωτήματα αυτά και γι' αυτό το λόγο δεν επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον μου σ' αυτά, παρά την ανίερη πολυλογία μου. Όμως, θα ήθελα ως Χριστιανός εκ μέρους των αναγνωστών μας να σας παρακαλέσω με δύο λόγια να μας πείτε τι σημαίνει για εσάς Ορθόδοξος Χριστιανός.
Απ.: Ο,τι ακριβώς είπαμε παραπάνω. Και ο,τι λέγει συνοπτικά ο Άγιος Ιωάννης στο βιβλίο της Κλίμακος: «Χριστιανός εστι μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω, λόγοις και έργοις και εννοία, εις την Αγίαν Τριάδα ορθώς και αμέμπτως πιστεύων». Αυτό τα λέει όλα. Το δε κατά το δυνατόν ανθρώπω δεν σημαίνει όσο μπορεί ο καθένας, αλλά όσο μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη φύση. Ο Ορθόδοξος χριστιανός είναι καθολικός, αγκαλιάζει τα πάντα, είναι διαρκώς πλατυνόμενος, εκτεινόμενος, υπερβαίνων την φύση του, είναι δεκτικός της χάριτος, χωρητικός της θεότητος, αδαλείπτως κοινωνών της θείας φύσεως. Είναι ο,τι μεγαλύτερο υπάρχει.
Σας ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία που μου δώσατε. Σας εύχομαι καλή Ανάσταση.
http://64.19.142.11/www.orthodoxia.gr/images/spacer.gif
Συντάκτης: Δ.ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2011



0 comments:

Δημοσίευση σχολίου